- φρονήματι
- φρόνημαmindneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
высокомоудриѥ — ВЫСОКОМОУДРИ|Ѥ (8*), ˫А с. То же, что высокоѹмиѥ: да некогда въздержатель бывъ о собѣ възнесешисѩ. ѥже предъпутиѥ высокомѹдрию. (ὑψηλοφροσύνης) ПНЧ 1296, 48; непщеваниѥ безмолви˫а приносить [отшельникам] высокомѹдриѥ. (εἰς ὑψηλοφροσύνην) Там же,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MOSES — I. MOSES Episcopus Ismaelitarum, illorum conversioni intentus, saecul. 4. Vide Mauvia. Item Rabbinus, qui Talmud docere Cordubae incepit, An. 999. II. MOSES impostor, A. 432. Iudaeos Cretenses, ut in mare se sequentes praecipitarent, effecit.… … Hofmann J. Lexicon universale
καταφρόνημα — το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ] νεοελλ. μσν. 1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.) 2. αντικείμενο περιφρόνησης… … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ … Dictionary of Greek
φρονήματ' — φρονήματα , φρόνημα mind neut nom/voc/acc pl φρονήματι , φρόνημα mind neut dat sg φρονήματε , φρόνημα mind neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)